- κάθακα
- κάθακα, τά, apptly.,=A
καθήκοντα, πάντα τὰ κ. ποιήσασα BSA18.148
([place name] Beroea).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καθήκοντα, πάντα τὰ κ. ποιήσασα BSA18.148
([place name] Beroea).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κάθακα — κάθακα, τὰ (Α) τα καθήκοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιγρ. τ. τής λ. καθήκοντα] … Dictionary of Greek